Black Mirror 4

Δευτέρα, 18 Δεκεμβρίου 2017, Συντάκτης: GameLinguist

  • Κυκλοφορία: 2017
  • Ανάπτυξη: King Art Games
  • Πλατφόρμα: PC, PS4, XBox One

Έχω μπροστά μου συνεχώς έναν καθρέφτη που μ' εμποδίζει ότι είναι πίσω του να δω

Κυρίαρχο αντικείμενο κουλτούρας, πολιτισμού, και καλλιτεχνικής έκφρασης του 18ου και 19ου αιώνα της Μεγάλης Βρετανίας είναι το περίφημο Claude glass ή αλλιώς ο Μαύρος Καθρέφτης (Black Mirror). Αποτελούσε ένα κλασικό δείγμα οβάλ τεχνοτροπίας που απεικόνιζε αρχικά τοποθεσίες και όμορφες εικόνες της φύσης· ωστόσο σύντομα καλλιτέχνες ζωγράφιζαν οικογενειακές αναπαραστάσεις. Και σε μια χώρα όπου η συζήτηση για φαντάσματα και υπερφυσικές/ μεταφυσικές καταστάσεις ήταν και παραμένει εξαιρετικά συχνή, δεν άργησε να αποτελέσει και δείγμα μεταφυσικής λατρείας.

Αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μια υπέροχη τριλογία περιπέτειας, την περίφημη σειρά Black Mirror. Tο πρώτο παιχνίδι The Black Mirror κυκλοφόρησε το 2003, όπου ο Samuel Gordon καταφτάνει στην έπαυλη Black Mirror, το προγονικό αρχοντικό της οικογένειας στην Αγγλία τη δεκαετία του 1980. Αναγκασμένος να επιστρέψει στο Black Mirror μετά από 12 χρόνια απουσίας λόγω του θάνατο του παππού του William Gordon. Παρά την ύπαρξη υπό μυστηριώδεις συνθήκες, ο θάνατος του William θεωρείται αυτοκτονία από όλους εκτός από τον Samuel. Εκεί ξεκινάει μια μεγάλη έρευνα για τις συνθήκες θανάτου, αλλά και την κατάρα που κουβαλούν οι Gordons μετά από τόσα χρόνια. Στις συνέχειες της ιστορίας που κυκλοφόρησαν το 2011 η ιστορία ολοκληρώνεται με διαφορετικό πρωταγωνιστή (Darren Michaels) 'αποκομμένο' από την οικογένεια των Gordons. Έτσι η King Art Games αποφάσισε να κάνει ένα reboot στη σειρά επαναφέροντας την ιστορία του Black Mirror σε κάποιο γόνο της οικογένειας Gordon. Το μεγάλο ζήτημα ήταν αν αυτή η φρέσκια προσέγγιση σε μια υποβλητική τριλογία θα μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα στους προκατόχους της.

( Με συντροφιά το φως του κεριού εξερευνείς τη σκοτεινή έπαυλη)

Σαν την άδικη κατάρα

Η νέα ιστορία δεν αποφασίζει να πρωτοτυπήσει ιδιαίτερα, αλλά προσπαθεί να διηγηθεί την ιστορία του σκοτεινού, τρομακτικού και απόκοσμου αρχοντικού Black Mirror της φαμίλιας των Gordons.  H ιστορία ξεδιπλώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα (1926) στη μαγευτική Σκωτία. Μετά την αυτοκτονία του πατέρα του, ο David Gordon επισκέπτεται το πατρικό σπίτι του για πρώτη φορά στη ζωή του, μιας και ζούσε στη μακρινή Ινδία με τη μητέρα. Πολύ σύντομα, μόλις πατήσει το πόδι του στην επιβλητική έπαυλη θα συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του απειλείται από τα σκοτεινά μυστικά ενός μυστικιστικού, ζοφερού και θανατερού παρελθόντος των Gordons.

Βασανισμένος από εφιάλτες και ζωντανά όνειρα από όλη του τη ζωή, ο David φοβάται ότι το πεπρωμένο του είναι προδιαγεγραμμένο και τον οδηγεί στα χνάρια του πατέρα του, εκεί όπου η τρέλα, η σχιζοφρένεια, ο θάνατος και η κατάρα κατοικοεδρεύουν αντάμα. Οι απορίες και τα ερωτήματά του τον κατακλύζουν. Υπάρχει πραγματικά η κατάρα που στοιχειώνει την οικογένειά του, όπως πίστευε ο πατέρας του; Ο πατέρας του αυτοκτόνησε μέσα στην τρέλα του ή για να τον προστατεύσει; Τι του κρύβουν όλοι οι ένοικοι της έπαυλης; Πλέον εναπόκειται στον David να αποκαλύψει τις φρικτές αλήθειες, θαμμένες κάτω από αιώνες σιωπής, στοιχειωμένα ερείπια και πέτρινες επιφάνειες. Και η έπαυλη του Black Mirror αποζητά, απαιτεί μια ακόμα θυσία…

(H επιβλητικά φωτισμένη κεντρική σάλα του Black Mirror)

H επανα-επίσκεψη στο χώρο του κάστρου του Μαύρου Καθρέπτη διηγείται μια ιστορία με διαφορετική γραφή και ρυθμό, λιγότερη διαλεκτική μα περισσότερη συντροφική (μιας και δεν βολοδέρνεις μόνος σου). Παρουσιάζει ένα διαφορετικό κάστρο με νέα οπτική, νέες τοποθεσίες, νέους χαρακτήρες και νέα συμβάντα. Ουσιαστικά δεν κάνει καμία αναφορά στα προηγούμενα παιχνίδια διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την ανεξαρτησία του από την τριλογία, ώστε να τραβήξει και νέους παίκτες στο σκοτεινό και μαύρο περιβάλλον του. Ωστόσο η λιτή προσέγγιση στις πληροφορίες, οι φτωχοί, λιγοστοί διάλογοι και το lore της συγκεκριμένης έπαυλης ολοκληρώνουν την ιστορία σε μόλις πέντε με έξι ώρες, γεγονός που καταδεικνύει και τις μεγάλες του διαφορές του από τα αρχικά παιχνίδια που απαιτούσαν σχεδόν είκοσι ώρες για να ξεδιπλωθεί πλήρως η ιστορία τους.

Μαύρο στην όψη σαν με κοιτά, σαν κουζουλό διαβαίνει…

Αφήνοντας στην άκρη τα πραγματικά όμορφα pre-rendered γραφικά των προκατόχων του, οι δημιουργοί της King Art χρησιμοποίησαν την μηχανή Unity για να δημιουργήσουν ένα πλήρως τρισδιάστατο περιβάλλον με μαύρη, σκοτεινή ατμόσφαιρα σε μια απόπειρα για μια κρύα, απόκοσμη και φαντασματοκεντρική εμπειρία. Τα γραφικά είναι αρκετά προσεγμένα με κυρίαρχο το μαύρο χρώμα, ωστόσο όσο περνάει η ώρα σου δημιουργούν την αίσθηση ότι είναι τουλάχιστον μιας πενταετίας πριν το παιχνίδι. Οι χώροι είναι αρκετά λιτοί και με λιγοστές λεπτομέρειες, ενώ σε κάποια κοντινά πλάνα φαίνονται τα γραφικά να θολώνουν σε κάποια σημεία στο βάθος, ενώ το πιξελιάρισμα κάποιων αντικειμένων είναι εμφανές.

Το πρόβλημα της απεικόνισης παραμένει και στα πρόσωπα των χαρακτήρων του παιχνιδιού, ακόμα και για τον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Λιγοστές λεπτομέρειες με αποτέλεσμα το πρόσωπο του κάθε χαρακτήρα να έχει μια σταθερή έκφραση ασχέτως περίστασης καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Παράλληλα η κίνηση του στόματος στην ομιλία μοιάζει αρκετά αφύσικη. Παραδόξως οι μεγάλης ηλικίας κάτοικοι της έπαυλης διαθέτουν λεπτομερέστερα πρόσωπα και χέρια, όπου τα σημάδια της γήρανσης είναι εμφανή και μάλιστα με προσεκτικό τρόπο. Η αλήθεια είναι ότι βλέποντας το cinematics για την προώθηση του παιχνιδιού είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες στον οπτικό τομέα.

(H αλληλεπίδραση με τα φαντάσματα δεν είναι πάντα φιλική)

Δυστυχώς και η κίνηση των χαρακτήρων είναι το ίδιο προβληματική και αφύσικη. Πολλές φορές νομίζεις ότι ο ήρωας περπάτα σαν άλογο επίδειξης ή ρομπότ, ενώ στην αρχική σκηνή ο πατέρας του πρωταγωνιστής εμφανίζει το πιο περίεργο περπάτημα κούτσαυλου στην ιστορία του gaming! Γενικότερα το animation βρίθει προβλημάτων και αφυσικότητας με αρκετά bugs, όπως πόρτες να διαπερνούν τους χαρακτήρες, ο ήρωας να βυθίζεται στη σκάλα ή χέρια να διαπερνούν σώματα και αντικείμενα. Λαμπρή εξαίρεση ο συνολικός φωτισμός στην έπαυλη που πραγματικά μοιάζει να είναι βγαλμένος από άλλη παραγωγή. Τα παιχνιδίσματα των κεριών, της φωτιάς, αλλά και του φεγγαρόφωτος χορεύουν ιδιαίτερα με τις σκιές και το σκοτεινό περιβάλλον. Οι όμορφες φωτοσκιάσεις και η κρύα μαύρη ατμόσφαιρα ξεπηδούν αλλόκοτα σχηματίζοντας έναν κόσμο κατάλληλο για μυθοπλασία φαντασμάτων και τρόμου.

Σημαντική συμβολή στη συνολική εμβύθιση στην κρύα και παγερή ατμόσφαιρα του παιχνιδιού διαδραματίζει και ο ακουστικός τομέας. Η νεκρική ησυχία σε συνδυασμό με τους υπόκωφους ήχους που διασπούν την σιωπή και την ηρεμία μέσα στη νύχτα σε καθηλώνουν με τον τρόπο τους. Η συστηματική απουσία της μουσικής δεν πρέπει να είναι τυχαία, μιας και στόχος των δημιουργούν είναι να διηγηθούν μια ιστορία φαντασμάτων, εκδίκησης και τρόμου, όπου η ενοχική σιωπή και νεκρική ιστορία έρχονται να αναδειχθούν σε κομμάτι της διήγησης και διαδραστικής εμπειρίας. Συνάμα και το voice acting είναι αρκετά συμπαθητικό χωρίς όμορφο να υπάρχουν εκείνες οι εξάρσεις και οι επιτονισμοί στις στιγμές έντασης που να οδηγούν τον παίκτη στην κορύφωση της αγωνίας. Μάλιστα κάποιες στιγμές οι φωνές των χαρακτήρων μοιάζουν αρκετά ξύλινες και επίπεδες.

Ο γρίφος του χειρισμού καθρεπτίζει τη μοναδική δυσκολία

Η πρώτη επαφή με το παιχνίδι καταδεικνύει αμέσως και το μεγαλύτερο του πρόβλημα και αυτό ίσως πηγάζει από την απόφαση της King Art Games να αλλάξει τρόπο προσέγγισης στη συγκεκριμένη περιπέτεια που απέχει πολύ από την point-and-click φύση των τριών πρώτων παιχνιδιών της σειράς. Η περιήγηση του ήρωα γίνεται με τα πλήκτρα ASDW με τον ίδιο να βρίσκεται πάντα σε κατάσταση ημιεκκίνησης τρεξίματος με αποτέλεσμα να έχει πολύ σπασμωδική κίνηση και μετακίνηση, ενώ το σταμάτημα και το κοίταγμα του David αποτελεί πηγή προβληματικής αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον.

(Ο γερο-κηπουρός έχει ζήσει πολλές σκοτεινές στιγμές στην έπαυλη)

Με την κάμερα να μην είναι στατική, καθώς η κίνηση του κέρσορα στις άκρες της οθόνης επιτρέπει την ευρύτερη πρόσβαση στο τι βλέπει ο ήρωας, ο συνολικός έλεγχός του σύντομα θα γίνει εξαιρετικά εκνευριστικός και κουραστικός· ιδιαίτερα τις στιγμές που πρέπει κάποιος να αλληλοεπιδράσει με κάποιο hotspot ή να αντιδράσει σε κάποιο QTE. Έτσι θα βρεθείτε πολλές φορές να τριγυρνάτε γύρω από ένα σημείο μέχρι να εμφανιστεί το 1 (ο αριθμός για την ενεργοποίηση ή κάνοντας κλικ πάνω του με το ποντίκι), ενώ αντίστοιχα σε κάποια QTEs θα σας οδηγήσει συχνά στον θάνατο προσπαθώντας να ακολουθήσει την παράδοση των προκατόχων. Πραγματικά βρήκαν ένα πολύ ‘φτηνό’ τρόπο στις σκηνές απεικόνισης μιας παρελθούσης στιγμής με τα φαντάσματα να σκοτώνεσαι όταν ο ήρωας έρθει πιο κοντά από ό,τι πρέπει με κάποιο φάντασμα. Να σημειώσω ότι τα QTEs δεν είναι πολλά, αλλά είναι τελείως ανούσια, αχρείαστα και σε κάποια σημεία, όπως τις στιγμές με τα φαντάσματα, πραγματικά κουραστικά, μιας και θα βρεθείτε σε ένα συνεχές πάτημα ενός πλήκτρου μήπως και το πιάσει το σύστημα!

Εκεί που όμως χωλαίνει αρκετά το παιχνίδι είναι στους γρίφους. Οι γρίφοι είναι ελάχιστοι στο παιχνίδι, δηλαδή σχεδόν δύο γρίφοι ανά κεφάλαιο, τα οποία είναι συνολικά πέντε. Προφανώς έγινε μια προσπάθεια για υπεραπλούστευση του παιχνιδιού για να προσελκύσει και νέους στον χώρο adventurers που έχουν συνηθίσει παιχνίδια με απλούς γρίφους και story-driven ιστορίες ή casual gamers που δεν θέλουν κάποια δυσκολία στο παιχνίδι τους. Ειλικρινά όταν στο επίσημο μήνυμα της εταιρείας δόθηκε και συνοδευτικό walkthrough μόνο για τους γρίφους, νόμιζα ότι οι δημιουργοί προσπαθούσαν να μας τρολάρουν, ειδικά περιγράφοντάς τους ως tough cookies! Ακόμα και για τους άπειρους παίχτες οι γρίφοι θα τους φανούν πολύ εύκολοι. Μάλιστα στον γρίφο με την υδρόγειο σφαίρα υπήρχε ένα bug που παρόλη τη σωστή τοποθέτηση των δύο ημισφαιρίων, το παιχνίδι αρνιόταν πεισματικά να την ανοίξει.

Περπατώ, περπατώ στο σκοτάδι, όταν δεν είμαι μόνος…

Το πέρασμα από το τρομακτικό περιβάλλον της αρχικής τριλογίας στην ατμόσφαιρα φαντασμάτων στο reboot περιλαμβάνει κυρίως εξερεύνηση εντός της έπαυλης με ελάχιστες εξωτερικές τοποθεσίες, καθώς και μια πολύ μικρή επίσκεψη σε μια γειτονική τοποθεσία. Απέχει πολύ από τις 100+ τοποθεσίες των δύο τελευταίων Black Mirror, αλλά δεν σημαίνει ότι και εγώ η περιήγηση δεν κρύβει κάποιες μικροεκπλήξεις. Ωστόσο τo φόρτωμα από κάποια τοποθεσία σε κάποια άλλη είναι απίστευτα μεγάλο για adventure! Μου θύμισε αρκετά το εκτενές αρχικό φόρτωμα του Obduction, μόνο που στον συγκεκριμένο τίτλο αυτό συμβαίνει σε κάθε τοποθεσία! Και ο εκνευρισμός εντείνεται μιας και αυτό επαναλαμβάνεται και σε περιπτώσεις ενός μικρού δωματίου, ενός στενού διαδρόμου ή ενός χώρου ο οποίος μοιάζει φτωχός και άδειος. Η preview έκδοση να είχε μερικά bugs και αργά loading screens και ελπίζω με τα νέα patches να διορθώθηκαν τα συγκεκριμένα ζητήματα.

(Μέσα στο μισογκρεμισμένο chapel οι αναμνήσεις που ξυπνούν και προκαλούν θλίψη)

Δεν ήταν καιρός για να ξορκίσουν την κατάρα

Απέφυγα να αναφέρω προηγουμένως ότι η τριλογία του Black Mirror είναι από τις αγαπημένες στον χώρο των adventures και ειδικά το πρώτο το είχα ξαναπαίξει αμέσως μετά την ολοκλήρωσή του. Όταν κυκλοφόρησε η φήμη και το πρώτο trailer είχα ενθουσιαστεί, παρόλο που με ξένισε η ιδέα του reboot. Βέβαια με το κλείσιμο του Black Mirror III και την καταστροφή του Μαύρου Καθρέπτη, δεν υπήρχαν πολλές επιλογές παρά μόνο η επιλογή του prequel ή του reboot. Τελικά η προσπάθεια προδόθηκε από τα πολλά λάθη που έγιναν κατά το σχεδιασμό και ίσως από τη βιασύνη να το πλασάρουν νωρίς στην κοινότητα. Αν και διαθέτει ένα συμπαθητικό σενάριο χωρίς εκπλήξεις και κορυφώσεις συνοδευόμενο από μια νέα οπτική προσέγγιση, ο χειρισμός, οι αστείοι γρίφοι, τα loading screens και η σύντομη διάρκεια δεν αφήνουν το παιχνίδι να διαπρέψει, να βγει από την αφάνεια. Τελικά η σκιά των προκατόχων έπεσε βαριά επάνω και τον καταπλάκωσε… Κρίμα γιατί η King Art Games μας έχει δώσει υπέροχα παιχνίδια.

Σχόλια

Πρέπει να συνδεθείς για να σχολιάσεις
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια

Αγαπημένα

  • Δεν βρέθηκαν σχόλια