Η μυθολογία πίσω από τις «ΔΕΚΑ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ»
ΟΙ ΔΕΚΑ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ - ΔΕΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΟΞΑ
(μια fantasy περιπέτεια του Βαγγέλη Κράτσα)
Άγνωστο για ποιο λόγο, η ιστορία της γενεαλογίας των Μονεγάρθιων χάνεται μέσα στα βάθη των αιώνων. Ίσως επειδή η μοναδική γραφή στα πρώτα στάδια ύπαρξής τους αποτελούνταν από μυστικιστικά σύμβολα, πεδίο γνώσης μόνο των πρεσβύτερων της φυλής. Από τους πρεσβύτερους ξεκίνησε η πρώτη υποτυπώδης ιεραρχία που θα χαρακτήριζε την ιστορία της φυλής στα επόμενα εξελικτικά στάδια. Ο κύκλος των πρεσβυτέρων περιλάμβανε τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη τα οποία ακολουθούσαν μια τελετή μύησης στην απόκρυφη γραφή της φυλής και σε ένα είδος "γήινης" μαγείας με συμβολικές φράσεις που έγινε πολυπλοκότερη με τον καιρό καθώς η φυλή αυξανόταν αριθμητικά και διένυε πλέον το κυνηγετικό στάδιο. Ζώντας σαν κυνηγοί, οι Μονεγάρθιοι εξαπέλυσαν πόλεμο στο μεγάλο "πνεύμα των δασών", τον λέοντα, του οποίου η χαίτη και το δέρμα αποτέλεσαν κυνηγετικό τρόπαιο τόσο μεγάλης σημασίας ώστε να θεωρείται ημίθεος ο πολεμιστής που θα τα είχε στην κατοχή του. Αργότερα έγιναν σύμβολα εξουσίας και δοκιμασία τόλμης για τα ανερχόμενα νεαρά μέλη της φυλής.
Ωστόσο ο λέοντας δεν ήταν ο μοναδικός εχθρός των Μονεγάρθιων: Οι αγέλες τσακαλιών που λυμαίνονταν τις θαμνώδεις εκτάσεις γύρω από τα σπήλαια των κυνηγών-αποίκων δεν δίσταζαν να επιτίθενται σε ανθρώπους και κοπάδια, όταν η αναζήτηση λείας δεν ήταν επιτυχημένη. Πιότερο δέος προκαλούσε ο "σιωπηλός θάνατος", ο "στοιχειωτής των σπηλαίων", ο μαύρος μεγάλος σκορπιός Σελκέτ, αφού το αρσενικό του είδους χρησιμοποιούσε σαν όπλο ένα δυνατό δηλητήριο με άμεση συνέπεια στιγμιαία παράλυση και, μετά από ελάχιστο χρόνο, έναν οδυνηρό θάνατο. Τον θάνατο αυτό περιέβαλαν με μυστικισμό οι πρεσβύτεροι ιερείς, και ενώ το δηλητήριο του Σελκέτ χρησιμοποιούταν για να επαυξήσει τη θανατηφόρα ικανότητα των βελών, η ουρά του έγινε τελετουργικό αντικείμενο μαύρης μαγείας, αλλά και πολύτιμο φυλαχτό που συμβόλιζε την εξοικείωση με την ιδέα της μετάβασης στον Ουράνιο κόσμο των Θεών.
Από τη σκοτεινή εποχή των σπηλαίων οι Μονεγάρθιοι μετέβησαν στην περίοδο των πρώτων καταυλισμών και αργότερα κοινοτήτων, γεγονός που συμπίπτει με τη διάθεση να συντηρούνται καλλιεργημένες εκτάσεις.
Κάποτε, μια άγνωστη φυλή πέρα από τα όρη Ιγκριδ, επιτέθηκε στις ανθίζουσες επικράτειες γύρω από το μεγάλο ποταμό που τα νερά του δημιουργούσαν καταπράσινες καλλιεργήσιμες εκτάσεις μέσα στη θανατηφόρα στειρότητα της μεγάλης ερήμου. Οι επιδρομείς αυτοί επιτίθεντο κατά κύματα χρησιμοποιώντας όπλα από μέταλλο, ανακάλυψη που γρήγορα εκμεταλλεύτηκαν οι πρώιμοι κάτοικοι που ζούσαν κοντά στις όχθες του ποταμού, οι Λεβόριοι και αργότερα οι Μονεγάρθιοι. Οι καταχθόνιοι και πολεμοχαρείς Τανίτες, όπως αποκαλούσαν τους εαυτούς τους οι νέοι κάτοικοι, έφεραν το μυστικό του μετάλλου στις νομαδικές φυλές της ερήμου που ζούσαν κυρίως από τη ληστεία.
Επισφραγίζοντας τη συνεργασία τους, Τανίτες και νομάδες επιτέθηκαν σε δύο μέτωπα ενάντια στους Λεβόριους και τους Μονεγάρθιους, εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που επικρατούσε με την είσοδο στο παιχνίδι των νέγρων της Νουβίας που αναζητούσαν κι αυτοί δίοδο για την πράσινη ζώνη του μεγάλου ποταμού. Ακολούθησε μια σκοτεινή περίοδος σφαγών και λεηλασίας που στάθηκε η αφορμή να χτιστούν οχυρωμένοι οικισμοί και πόλεις, να δημιουργηθούν οργανωμένοι στρατοί καθώς και να οπισθοδρομήσει σε ορισμένες πλευρές ο πολιτισμός που ως τότε ακολουθούσε μια ομαλή πορεία.
Οι Λεβόριοι τελικά απέκρουσαν τους βόρειους επιδρομείς υποδουλώνοντας όσους επέζησαν από τις σφοδρές μάχες. Στο μεταξύ οι νομάδες, κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου, έκλειναν χωριστές συμμαχίες με Λεβόριους, Τανίτες και Νουβίους, χτυπώντας διαδοχικά τους πάντες και βγαίνοντας ουσιαστικά οι μόνοι κερδισμένοι μέσα από αυτήν την ατέλειωτη λαφυραγωγία. Οι δε Τανίτες, χτυπήθηκαν από Λεβόριους και Μονεγάρθιους, και το επιθετικό τους μένος κατασιγάστηκε. Οσο για τους Μονεγάρθιους, αυτοί κράτησαν περισσότερο αμυντική στάση, αποσκοπώντας στο να διατηρήσουν τη γη τους και αποφεύγοντας να αναμειχθούν περαιτέρω σε κατακτητικούς πολέμους. Αυτή η στάση ωστόσο δεν εκτιμήθηκε ανάλογα από τους Τανίτες, ακόμα κι όταν οι Μονεγάρθιοι αρνήθηκαν να τους αποτελειώσουν ύστερα από παρότρυνση των Λεβόριων.
Οι ιερείς τους, εφαρμόζοντας σκοτεινή μαγεία και απόκρυφες επικλήσεις, κατάφεραν να ανοίξουν μια αστρική πύλη στο χωροχρόνο και να φέρουν από έναν άλλο κόσμο μια καταχθόνια τρισυπόστατη οντότητα με ανυπολόγιστες καταστροφικές δυνάμεις. Αυτός ο άγνωστος εκπρόσωπος του Κακού, έστειλε μια θύελλα από φωτιά που διέλυσε την πρωτεύουσα των Μονεγάρθιων, τις καλλιέργειες και τους ανθρώπους. Για μέρες οι Λεβόριοι έβλεπαν έντρομοι ένα πύρινο σύννεφο στον ορίζοντα να ισοπεδώνει τα πάντα, ενώ οι ιερείς τους, που διαισθάνθηκαν τι είχε συμβεί, προσπάθησαν να καθησυχάσουν το λαό διαλαλώντας ότι το γεγονός αυτό ήταν μια προειδοποίηση των Θεών ώστε να αποτρέψουν τους ανθρώπους από την ιδέα ενός νέου κατακτητικού πολέμου.
Όσοι από τους Μονεγάρθιους επέζησαν, διασκορπίστηκαν στις γύρω περιοχές, προσπαθώντας να περισώσουν ό,τι είχε απομείνει από τον πολιτισμό τους και την αγάπη τους για τη ζωή. Μεθυσμένοι από τη δύναμή τους οι Τανίτες, έκαναν το λάθος να προσπαθήσουν να ελέγξουν την άγνωστη οντότητα και να στρέψουν την καταστροφική της δύναμη όπου αυτοί έκριναν απαραίτητο. Η οντότητα ήταν πλέον ανεξέλεγκτη. Κρίνοντας ότι δεν είχε ανάγκη κανέναν άνθρωπο σαν διάμεσο για να διαβαίνει τις αστρικές πύλες ανάμεσα στους κόσμους, στράφηκε ενάντια στους Τανίτες και, προκαλώντας μια τρομερή αμμοθύελλα, έθαψε τις πόλεις τους κάτω από άπειρες ποσότητες άμμου, σφραγίζοντας την ύπαρξή τους μέσα στη λήθη της αιωνιότητας. Κατόπιν, εντελώς ανεξήγητα, γύρισε και πάλι στον κόσμο της.
Αυτή η δεύτερη καταστροφή δεν πέρασε απαρατήρητη και τα νέα διαδόθηκαν σαν αστραπή στην ενδοχώρα των Λεβόριων, με αποτέλεσμα ο φόβος του λαού να πάρει διαστάσεις πραγματικού πανικού. Οι Λεβόριοι ιερείς, βλέποντας πως η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχό τους, ήρθαν σε συνεννόηση με τους Μονεγάρθιους σοφούς και, χρησιμοποιώντας από κοινού τις γνώσεις τους, άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να αντιμετωπίσουν την αλλόκοσμη απειλή.
Γρήγορα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η δύναμη αυτής της οντότητας είχε τα όριά της και είχε πια εξαντληθεί από τις αλλεπάλληλες καταστροφές που προκάλεσε. Μη μπορώντας να είναι παντοδύναμη στη γήινη διάσταση, επέστρεψε προσωρινά στο δικό της κόσμο για να ανακτήσει πλήρως τις υπερφυσικές της ικανότητες. Μελετώντας τις απόκρυφες γραφές, αποκρυπτογράφησαν τα σημεία σχηματίζοντας έναν πλήρη χάρτη των αστρικών πυλών σε διάφορες τοποθεσίες, που η οντότητα χρησιμοποιούσε για τη μετάβασή της στη Γη. Η πρώτη, στην πρωτεύουσα των Τανιτών, θάφτηκε κάτω από την άμμο της ερήμου. Η δεύτερη βρισκόταν στο ναό του Αμπού-Σιμπέλ. Ερμηνεύοντας αστρικά φαινόμενα, διαπίστωσαν έντρομοι πως η νέα έλευση έμελλε να συμβεί σύντομα και μπήκαν στα άδυτα του ναού, που ήταν λαξευμένος πάνω σε θεόρατους βράχους. Ακολουθώντας μια σειρά από δαιδαλώδεις διαδρόμους, ανακάλυψαν ένα νεκροθάλαμο που φαινομενικά δεν είχε καμία σχέση με την υπόλοιπη αρχιτεκτονική του ναού. Ήταν η δεύτερη αστρική πύλη! Ένας από τους Μονεγάρθιους σοφούς, πέφτοντας σε ιερή έκσταση, παρακάλεσε τους Θεούς να σταματήσουν την έλευση της άγνωστης οντότητας που τόσο πόνο είχε προκαλέσει. Κατόπιν, έσυρε από τη ζώνη του ένα βαρύτιμο τελετουργικό στιλέτο και έδωσε τέλος στη ζωή του, προσφέροντάς την σαν έσχατη θυσία, ενώ, ξεψυχώντας, προέτρεψε τους ιερείς να σφραγίσουν οποιαδήποτε δίοδο οδηγούσε προς το νεκροθάλαμο.
Εκείνη τη στιγμή, μια τρομερή σεισμική δόνηση τράνταξε συθέμελα το ναό του Αμπού-Σιμπέλ απειλώντας να θάψει στις υπόγειες στοές του τους ιερείς. Όμως αυτό δεν έγινε. Τον πανικό και τον ορυμαγδό του σεισμού διαδέχτηκε μια κραυγή πόνου τόσο διαπεραστική που έκανε τους ιερείς να παγώσουν από μεταφυσικό τρόμο, για να επακολουθήσει απόλυτη ησυχία. Ήταν η τελευταία προσπάθεια του τρισυπόστατου δαίμονα να ξαναγυρίσει στη Γη, μα παρεμποδίστηκε από τους Θεούς, οι οποίοι είχαν συγκινηθεί από την αυτοθυσία του Μονεγάρθιου σοφού.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν γεμάτα ειρήνη και δημιουργικότητα. Γεννήθηκαν πολλά παιδιά στους καινούριους οικισμούς των Μονεγάρθιων που επέζησαν και το χαμόγελο άρχισε να ανθίζει και πάλι στα χείλη των ανθρώπων. Οι σοφοί απέκρυψαν, οι γεροντότεροι ξεπέρασαν τις άσχημες αναμνήσεις και οι νεότεροι αγνοούσαν. Ολοι μαζί με τη βοήθεια των Λεβόριων, άρχισαν και πάλι να δημιουργούν, ενωμένοι από το κοινό συναίσθημα, την αγάπη για τη ζωή. Στις όχθες του μεγάλου ποταμού, φυτρώνει ένα απλό δέντρο με κατάλευκα άνθη, μοναδικό σε ολόκληρη την περιοχή. Τα κλαδιά του γέρνουν λυπημένα προς το ναό του Αμπού-Σιμπέλ όταν δύει ο ήλιος, σαν να θρηνούν τον ηρωικό σοφό που θυσίασε τη ζωή του στα άδυτα του ναού...
Καθώς οι αιώνες κυλούσαν, οι Μονεγάρθιοι απορρόφησαν και ενσωμάτωσαν τους Λεβόριους, όντας πολιτισμικά ανώτεροι και συντριπτικά περισσότερο αναπτυσσόμενοι. Την εποχή της αναγέννησης ήταν που γεννήθηκε ο Βάντορ. Γιος του Καρν, καταξιωμένου γλύπτη της Βασιλικής Αυλής, ο Βάντορ είχε την τύχη να μαθητεύσει κοντά στους Διαύγειους σοφούς, μαζί με το γιο του βασιλιά Ασθαρ, πρίγκηπα Ζόρεκ, και τους υπόλοιπους νέους της φυλής. Αυτό που έφερε κοντά τον Βάντορ και τον Ζόρεκ ήταν η αγάπη τους για την αρχέγονη γνώση των θρησκευτικών μυστικών, τις απόκρυφες τέχνες και την ιερή σημειολογία. Ο Βάντορ απέκτησε μεγαλώνοντας ένα χαρακτήρα ελάχιστα ανταγωνιστικό, κάτι που τον έκανε απόλυτα αγαπητό στον κύκλο των Διαύγειων σοφών, οι οποίοι παράλληλα ανέπτυσσαν μεγάλη αντιπάθεια για τον αλαζονικό Ζόρεκ που προσπαθούσε να αποδεικνύει την αυταρέσκειά του προκαλώντας τον πάντα ψύχραιμο Βάντορ σε ανώφελες επιδείξεις μαγικής γνώσης.
Με τον καιρό, ο Βάντορ έγινε κάτοχος πολλών μαγικών φράσεων τις οποίες, με συνεχή μάθηση και εξάσκηση, κατάφερε να χρησιμοποιήσει συνετά σε δύσκολες στιγμές της ζωής του. Αυτές ήταν οι ακόλουθες:
- ΑΤ-ΣΕΝ: ΣΗΚΩΝΕΙ ΨΗΛΑ ΕΝΑ ΕΛΑΦΡΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ.
- ΕΡ-ΒΑΝ: ΤΟΠΟΘΕΤΕΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΣΩΣΤΗ (Η ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ) ΘΕΣΗ ΤΟΥ.
- ΙΛ-ΑΚΕΡ: ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ (ΔΕΝ ΕΝΕΡΓΕΙ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ).
- ΟΡ-ΖΙΛ: ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΕΝΟΣ ΖΩΟΥ (ΟΧΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ).
- ΑΖ-ΝΟΚΑΜΠ: ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΣΕ ΚΑΡΒΟΥΝΟ.
- ΓΕΡ-ΜΙΛΑΤ: ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΕΛΑΦΡΥ ΑΠΟ ΕΝΑ ΦΤΕΡΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ.
- ΧΟΛ-ΣΟΡΕΜ: ΚΑΝΕΙ ΕΝΑ ΣΠΟΡΟ ΝΑ ΑΝΑΠΤΥΧΘΕΙ ΣΕ ΦΥΤΟ.
Βέβαια, όταν ο Βάντορ μάθαινε αυτές τις φράσεις, δε μπορούσε να φανταστεί πόσο σύντομα θα μετατρέπονταν σε πραγματικό εργαλείο επιβίωσης. Γιατί αυτή η ώρα είχε πια, οριστικά και αμετάκλητα, φτάσει. Η πρόκληση έμελλε να είναι σκληρή, αλλά και το έπαθλο κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να αγνοήσει. Τα υπόλοιπα όμως, φίλοι μου, θα τα ανακαλύψετε εσείς. Καλή σας επιτυχία!