Βιβλιοπαρουσίαση: «Sins of the Fathers: A Gabriel Knight Novel» της Jane Jensen
Η ιστορία της Jane Jensen και της δημιουργίας του Gabriel Knight έχει κάποιο ενδιαφέρον. Η Jensen ήταν μια νεαρή πληροφορικάριος-προγραμματίστρια που είχε χόμπυ τη δημιουργική γραφή. Το πάντρεμα των δύο ενασχολήσεων είχε ως αποτέλεσμα να εργαστεί ως σεναριογράφος παιχνιδιών της εταιρείας Sierra στην αρχή της δεκαετίας του 1990. Ήταν η εποχή που η βιομηχανία των video games έκανε απόπειρες να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια του χώρου και τα παιχνίδια τύπου adventure ωρίμαζαν ως αξιοσέβαστο αφηγηματικό μέσο. Τα παιχνίδια αυτά πλέον αποκτούσαν κινηματογραφική πλοκή και δομή, με σεναριακή κλιμάκωση, ρεαλιστικούς χαρακτήρες, και λογοτεχνικούς διαλόγους.
Το πρώτο παιχνίδι που "έγραψε" εξ ολοκλήρου η Jensen, ήταν το Gabriel Knight, το οποίο κατά γενική παραδοχή, θεωρήθηκε εν έτει 1993 αριστουργηματικό. Ήταν, από κάθε άποψη, "καλογραμμένο". Περιείχε όλα τα παραπάνω, όπως ρεαλιστικούς χαρακτήρες με τους οποίους ο ήρωας μπορεί να μιλήσει και να μάθει το παρελθόν και το χαρακτήρα τους, και φυσικά ένα συναρπαστικό σενάριο μυστηρίου που ξεδιπλώνεται σιγά σιγά, όσο ο ήρωας μαθαίνει περισσότερα για τον εαυτό του και το σκοπό του στη ζωή. Τόσο στο παιχνίδι όσο και στο βιβλίο πρωταγωνιστεί ο μποέμ και επιπόλαιος Gabriel Knight. Έχει μεγάλη αγάπη για τα βιβλία διατηρεί παλαιοβιβλιοπωλείο και είναι (αξιολάτρευτος εε;) επίδοξος συγγραφέας: γράφει ένα θρίλερ, εμπνευσμένος από μια σειρά δολοφονιών. Εκεί είναι που μαθαίνει τι επιφυλάσσει η μοίρα γι' αυτόν: είναι απόγονος μιας γερμανικής οικογένειας "κυνηγών" βρυκολάκων και μαγισσών, που όμως (λόγω των Sins of the Fathers του τίλου) έχασε τη χάρη της. Ο παππούς του, θέλοντας να γλυτώσει την κατάρα που κυνηγούσε την οικογένειά του, ήρθε στην Αμερική. Αλλά το πεπρωμένο τώρα κυνηγάει τον Gabriel που από παιδί τον κατατρέχουν εφιάλτες που δεν μπορεί να εξηγήσει.
Η ανακάλυψη αυτή γίνεται σε μια εποχή που η ιστορία πρόκειται να επαναληφθεί, και η οικογένειά του πρόκειται να ξανασυγκρουστεί με το ίδιο Κακό μετά από 300 χρόνια.
Στο παιχνίδι, αλλά και στο βιβλίο, ο κάθε ήρωας αφήνει τη δική του γεύση και μοιάζουν να είναι πραγματικοί (αν και "κινηματογραφικοί"), ενώ οι σχέσεις τους αφήνουν ανάμεικτες εντυπώσεις. Ο Γκαμπριελ είναι πολύ αγαπητός χαρακτήρας, εξελίσσεται, ωριμάζει και λυτρώνεται... η Αμερικανογιαπωνέζα βοηθός του Grace είναι αξιολάτρευτη και, αν και μικρότερη του, συμπεριφέρεται σαν μεγάλη του αδελφή... ο Αστυνόμος Mosely, που αν και είναι το ακριβός αντίθετο του Gabriel, τους συνδέει μια παιδική φιλία... και η πάμπλουτη και πανέμορφη Malia που θα τον ερωτευτεί μοιραία.
Το τέλος μας επιφυλάσσει μια δυνατή συναισθηματικά κλιμάκωση της ιστορίας.
Η πρωτοτυπία της ιστορίας δεν ήταν μόνο το "ενήλικο" σενάριο, αλλά το ότι ήταν ένα περίτεχνο πάντρεμα πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Ο παίκτης περιηγείται (επιφανειακά) στην ιστορία και τις πρακτικές βουντού της Νέας Ορλεάνης, αλλά και στην κουλτούρα της Λουιζιάνας. Σκηνικά του παιχνιδιού αποτελούν υπαρκτές τοποθεσίες, όπως η Πλατεία Jackson, ο Καθεδρικός του Αγίου Λουδοβίκου, ο τύμβος της Αφρικανής μάγισσας Μαρί Λαβώ, και ο βάλτος του Αγίου Ιωάννη, τοποθεσία λατρείας βουντού στο 19ο αιώνα.
Το πάντρεμα γίνεται αρκετά τολμηρό, αλά "Κωδικας Ντα Βίντσι", όταν το σενάριο μιλάει για ένα υπόγειο καρτέλ βουντού που ελέγχει την κοινωνική ζωή της Νεας Ορλεάνης. Μέσα στο πλούτο του σεναρίου δυσκολεύτηκα να καταλάβω ποια στοιχεία είναι εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες και ποια απλά εξυπηρετούν το σενάριο (η τους γρίφους του παιχνιδιού).
Οι παραπάνω παράγραφοι βεβαία δεν περιγράφουν μόνο το παιχνίδι, αλλά και το βιβλίο η Jensen μετέφερε το σενάριό της σε μυθιστορματική μορφή, το οποίο ήταν και το πρώτο της βιβλίο, πριν ασχοληθεί με τη συγγραφή επαγγελματικά. Έχουν βγει αρκετά βιβλία βασισμένα σε βιντεοπαιχνίδια (άλλα είναι σήκουελ, άλλα είναι πρήκουελ, άλλα είναι χαλαρές αποδόσεις όπως πχ το Under a Killing Moon). Το Sin of the Fathers είναι πιστή απόδοση του παιχνιδιού. Μάλιστα είναι τόσο πιστή που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ως "λυσάρι" για το ίδιο το παιχνίδι. Στον κόσμο των video games, κυκλοφορούν συχνά "οδηγοί στρατηγικής" από την εταιρεία, που άλλοτε είναι απλές οδηγίες, άλλοτε έχουν αφηγηματική μορφή. Το ίδιο ισχύει για απλούς παίκτες, που γράφουν ιστορίες πάνω στο παιχνίδι, μια μορφή fan fiction.
Όσο διάβαζα και απολάμβανα το Sins of the Fathers λοιπόν, εξέταζα διάφορες παραμέτρους:
Είναι κάτι παραπάνω από ένα "λυσάρι" ή ένα ερασιτεχνικό fan fiction που θα μπορούσε να γράψει ένας παίκτης του Gabriel Knight; Έχει δική του λογοτεχνική αξία; Πώς χειρίστηκε κάποια εξωπραγματικά στοιχεία του παιχνιδιού;
Στις 400+ σελίδες, το βιβλίο είναι πολύ πιο βαθύ και πλούσιο από ένα απλό οδηγό στρατηγικής, λυσάρι του παιχνιδιού ή fan fiction. Πιστεύω η γραφή της τότε 30χρονης Jensen ήταν πολλά υποσχόμενη, με κάποιες πολύ δυνατές σκηνές που, παρότι τις είχα ξαναδεί στο παιχνίδι, με άγγιξαν πολύ. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στη γραφή της, άλλα και στο ότι κατάφερε να νοιάζομαι για τους χαρακτήρες. Κυριαρχεί ένα χιούμορ στους διάλογους και τις περιγραφές, αλλά επίσης μια μουνταμάρα, και υπάρχουν περίτεχνες εφιαλτικές εικόνες.
Δε λείπει όμως από κάποια σημεία ο ερασιτεχνισμός. Μου έκαναν κακή εντύπωση κάποιες όχι και τόσο πετυχημένες παρομοιώσεις, και κάποια σημεία που δείχνουν προχειρότητα, ή ότι ξέφυγαν από proofreading.
Το συμπέρασμα μου είναι ότι η Τζένσεν μπορεί να έγραψε fan fiction του εαυτοί της αλλά σαν πρώτη συγγραφική απόπειρα τα κατάφερε αρκετά καλά Το βιβλίο μπορει το απόλαυσα ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος του Νταν Μπράουν και της λογοτεχνίας στυλ Κώδικα Ντα Βίντσι.
Όμως η άξια του βιβλίου δεν είναι μόνο λογοτεχνική. Πως είπα το βιβλίο δεν είναι μια χαλαρή διασκευή του σεναρίου του παιχνιδιού, αλλά μια απόπειρα της Τζένσεν να δώσει 3 διαστάσεις σε κάτι δισδιάστατο. Θεώρησα σημαντικά για να εκτιμήσω το βιβλίο το πώς διαχειρίστηκε κάποια προβλήματα.
Σε ένα παιχνίδι δεν ξέρουμε τις νοητικές διεργασίες του χαρακτήρα, γιατί κάνει ό,τι κάνει και ο παίκτης. Στο παιχνίδι όμως παίζουν ρόλο και οι τυχαίες ανακαλύψεις (δηλ να πάρουμε σβάρνα όλες τις οθόνες μέχρι να βρεθεί κάτι που θα προχωρήσει το σενάριο), χωρίς να έχει ακολουθήσει τις νοητικές διεργασίες που απαιτεί το παιχνίδι. Το βιβλίο καλύπτει αυτό το κενό περιγράφοντας πολλές ενδοσκοπήσεις του Gabriel, όταν αναρωτιέμαι τις επόμενες του κινήσεις ή όταν άπλα ακολουθεί το ένστικτο του. Στο παιχνίδι για παράδειγμα, το εξομολογητάρι μιας εκκλησιάς κρύβει την είσοδο στο μυστικό ναό των βουντού, το οποίο ο παίκτης μπορεί να ανακαλύψει είτε από ένστικτο είτε από τύχη. Το βιβλίο περιγράφει γιατί οι βουντού έκρυψαν την είσοδο στο συγκεκριμένο σημείο αλλά και πώς ο Gabriel οδηγήθηκε σε αυτό το συμπέρασμα για να το ανακαλύψει.
Η ενδοσκόπηση του ήρωα επίσης εκλογικεύει κάποια υπερβολικά στοιχειά που βλέπουμε στο παιχνίδι που ίσως δεν θα περιμέναμε να δούμε στην πραγματικότητα. Πολλές φόρες στο παιχνίδι κάνουμε κάποια πράγματα για να δούμε τι θα γίνει στη συνέχεια, η οποία επιφυλάσσει ηρωισμούς για τον πρωταγωνιστή, χωρίς να εξηγείται ο λόγος από την οπτική μεριά του. Στις ίδιες τις σκηνές του βιβλίου όμως, ο Gabriel δεν είναι ανεγκέφαλος που δρα στην τύχη: συνειδητά φλερτάρει με τον κίνδυνο και την τρέλα, απορεί με τον εαυτό του ή νιώθει ότι κινείται από το πεπρωμένο που συνδέεται με την οικογένεια του. Ίσως οι εξηγήσεις αυτές δεν είναι πειστικές, και άπλα εξυπηρετούν να ακολουθήσει το βιβλίο τα υπερβολικά στοιχεία του παιχνιδιού, αλλά τουλάχιστον δείχνουν ότι η Jensen δεν μας δίνει απλά να καταπιούμε αυτές τις υπερβολές.
Ένα άλλο εξωπραγματικό στοιχείο που υπάρχει στα παιχνίδια, είναι ότι οι ήρωες των παιχνιδιών κουβαλάνε στις τσέπες τους κάθε λογής πράγματα, μέχρι να τα χρησιμοποιήσουν. Στη διάρκεια του παιχνιδιού ο Gabriel κυκλοφορεί άνετα ενώ έχει ήδη πάρει βιβλία, σημειωματάρια, μαχαίρια, κλειδιά, ρούχα για μεταμφίεση, φακό, συσκευή παρακολούθησης και αλλά πράγματα που δεν είναι του παρόντος Ο παίκτης λοιπόν μπορεί να πηγαινοέρχεται και να δοκιμάζει τυχαία διάφορα πράγματα μέχρι να ανακαλύψει τη συνέχεια. Αυτό φυσικά δεν είναι ρεαλιστικό, ούτε μπορεί να αποδοθεί λογοτεχνικά, γι' αυτό ο Gabriel όταν ανακαλύπτει ότι χρειάζεται ένα αντικείμενο, πηγαίνει καμιά φορά στο σπίτι του για να το πάρει. Μπορεί να κόβει λίγο τη ροΐ της ανάγνωσης, αλλά είναι όσο πιο ομαλά εντεταγμένο στην αφήγηση γίνεται, αφού δεν υπάρχει άλλη λύση.
Η αφήγηση επίσης δίνει νόημα σε κάποια στοιχεία του παιχνιδιού που δεν αναφέρονται ή περνάνε επιφανειακά, ή έστω δεν είναι εύκολο να παρατηρήσει ο παίκτης. Η πραγματική Πλατεία Jackson για παράδειγμα έχει το σχήμα δυο ομόκεντρων κύκλων, ένα μοτίβο δηλαδή που υπάρχει στο συμβολισμό του βουντού.
Αυτός ο συσχετισμός δεν εξηγείται σαφώς στο παιχνίδι (αν και μπορεί να τον παρατηρήσει ένας παίκτης μόνος του), άλλα στο βιβλίο είναι πιο σαφές, και παίζει και ρόλο, αφοί έτσι ο Gabriel οδηγείται στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ερευνήσει τη συγκεκριμένη τοποθεσία.
Να προσθέσω ότι ακόμα και οι τοποθεσίες που περιγράφονται είναι ακριβείς περιγραφές των οθονών του παιχνιδιού: καθώς ο Gabriel κινείται στο χώρο είχα στο μυαλό μου τις εικόνες που ήξερα και όλα έδεναν μια χαρά.
Αρχική δημοσίευση: Λέσχη.gr