3 Cards to Midnight
- Κυκλοφορία: 2009
- Ανάπτυξη: Big Finish Games
- Πλατφόρμα: PC
Ήμουν από τους πρώτους που πέταξαν την σκούφια τους όταν έμαθα για την επαναδραστηριοποίηση του τρομερού διδύμου C.Jones – A. Conners, των ανθρώπων δηλαδή πίσω από την μυθική πια σειρά με ήρωα τον Tex Murphy. Το πηγαίο ταλέντο, οι ικανότητες αλλά και η εμπειρία τους σίγουρα λείπουν από την βιομηχανία των video games, έτσι η ‘επιστροφή’ τους αυτήν στον χώρο μόνο ως κάτι το τρομερά θετικό μπορεί να αντιμετωπιστεί. Το θέμα όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι το ‘3 cards to midnight’ δεν είναι ακριβώς adventure game αλλά εμπίπτει ίσως σε άλλες κατηγορίες και είδη.
Το σενάριο του ‘3 Cards to Midnight’ καταφέρνει να μας κεντρίσει από την αρχή το ενδιαφέρον με το μυστήριο που αποπνέει. Είσαι η Jess, μία συνηθισμένη κοπέλα που όπου να ναι τριανταρίζει, και έχεις χάσει την μνήμη σου. Αυτή την στιγμή βρίσκεσαι σε ένα περίεργο μέρος, μπροστά σε έναν άγνωστο άνθρωπο ο οποίος σου ρίχνει την τράπουλα Ταρώ. Μέσω αυτής της τράπουλας προσπαθείς να θυμηθείς τα γεγονότα που προηγήθηκαν και σε οδήγησαν σε αυτό το μέρος. Πως το επιτυγχάνεις αυτό; Για κάθε κάρτα Ταρώ που διαλέγεις η Jess θυμάται έναν αριθμό συγκεκριμένων λέξεων τις οποίες αντιστοιχεί με συγκεκριμένες τοποθεσίες. Κατόπιν εμείς μεταφερόμαστε σε αυτήν την τοποθεσία και προσπαθούμε να αντιστοιχίσουμε τις λέξεις της Jess με άλλες λέξεις προκειμένου αυτή να θυμηθεί το συγκεκριμένο γεγονός και να το ανασκευάσει πλήρως στην μνήμη της. Μόλις το πετύχουμε προχωράμε παρακάτω, διαλέγουμε άλλη κάρτα Ταρώ, η Jess θυμάται νέες τοποθεσίες και λέξεις κ.ο.κ.
Το σενάριο του παιχνιδιού είναι βασισμένο στο παράξενο και το μεταφυσικό και ομολογώ ότι έχει αρκετό ενδιαφέρον και αυτό λόγω του ότι ακολουθεί ένα σχετικά γνώριμο μοτίβο: Στην αρχή η ηρωίδα μας δεν θυμάται τίποτα και αναδημιουργεί τις μνήμες του σταδιακά όσο εξελίσσεται η ιστορία. Βέβαια, προσωπική μου αίσθηση είναι ότι η εξέλιξη του σεναρίου δεν καταφέρνει στο τέλος να ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες που το ίδιο δημιούργησε αλλά αυτό ίσως είναι μόνο η δικιά μου αίσθηση. Το τι τελικά συμβαίνει αποδείχθηκε χαμηλότερο των περιστάσεων τουλάχιστον για τα δικά μου αισθητικά κριτήρια. Αυτό που μου άφησε τελικά ήταν μία περίεργη γεύση, σαν να μου υποσχέθηκαν αστακό και τελικά να μου έδωσαν σαρδέλες.
Ξεκινώντας το παιχνίδι, προς σχετική μου απογοήτευση, διαπίστωσα ότι η καρδιά του παιχνιδιού είναι μία hidden-objects δοκιμασία η οποία διανθίζεται από κάποια αυτόνομα puzzles. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το παιχνίδι αποτελείται από 7 Κεφάλαια, συν την εισαγωγή – tutorial και το φινάλε, το οποίο όμως είναι πολύ μικρό. Στην αρχή του κάθε Κεφαλαίου η Jess διαλέγει μια κάρτα Ταρώ (σε σύνολο τριών) η οποία αντιστοιχεί σε μία συγκεκριμένη τοποθεσία από το πρόσφατο παρελθόν της. Στην προσπάθεια της να θυμηθεί τι συνέβη σε αυτήν την τοποθεσία ανακαλεί από την μνήμη της συγκεκριμένες λέξεις – κλειδιά οι οποίες θα την υποβοηθήσουν ώστε να φέρει αναμνήσεις της και πάλι στην επιφάνεια. Με αυτές τις λέξεις λοιπόν ‘παίζουμε’ και εμείς, προσπαθώντας να τις συνδυάσουμε με αντικείμενα στην οθόνη δημιουργώντας νέες σύνθετες λέξεις.
Για παράδειγμα, φανταστείτε ότι έχουμε την λέξη ‘gun’. Στην οθόνη μας υπάρχουν αρκετά έως πολλά αντικείμενα, κάποια εκ των οποίων μπορούν να συνδυαστούν με την λέξη μας. Ένα χέρι (hand) μας δίνει την σύνθετη λέξη ‘handgun’, η φωτιά (fire) την λέξη ‘gunfire’ κλπ. Όταν συμπληρώσουμε όλες τις σύνθετες λέξεις που απαιτούνται η αρχική μας λέξη “ολοκληρώνεται” και βλέπουμε ένα cinematic όπου η Jess θυμάται την ανάμνηση που σχετίζεται με αυτήν την λέξη. Σε κάθε Κεφάλαιο υπάρχουν τρεις κάρτες Ταρώ που αντιστοιχούν σε κάθε δωμάτιο ενώ σε κάθε τέτοιο ενδέχεται να υπάρχει και ένα puzzle το οποίο το λύνουμε ξεχωριστά και αφορά κάτι που η Jess έχει βρει στο δωμάτιο αυτό. Τα puzzles αυτά είναι κρυπτόλεξα, σταυρόλεξα, puzzles όπου πρέπει να αναδημιουργήσεις μία εικόνα από τα κομμάτια της, η γνώστη μας κρεμάλα και γενικά τέτοιου είδους δοκιμασίες. Τέλος, σημειώστε πως υπάρχουν και τρία διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας ανάλογα με τις ορέξεις και την διάθεση του παίκτη.
Τεχνικά το ‘3CtM’ σίγουρα δεν διεκδικεί βραβείο τεχνολογικής καινοτομίας εφόσον ως επί τω πλείστω οι γραφικές αναπαραστάσεις του αποτελούνται από στατικές εικόνες των δωματίων στα οποία ψάχνεις για αντικείμενα. Όταν όμως ολοκληρώσεις το κάθε δωμάτιο παίζει ένα cinematic το οποίο προωθεί – εξελίσσει την ιστορία. Αυτό λαμβάνει χώρα σε μία μικρή οθόνη και δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, εξυπηρετεί όμως τον σκοπό του να σε πληροφορήσει για τα καθέκαστα. Στην αντίπερα όχθη οι ομιλίες των χαρακτήρων είναι εξαιρετικές και ιδιαίτερα επαγγελματικές ενώ σίγουρα ξεχωρίζει ο Chris Jones ρόλο του – πετυχημένου αυτή την φορά – ιδιωτικού ντέντεκτιβ. Το κακό είναι ότι οι διάλογοι δεν έχουν υπότιτλους αλλά οι ομιλίες είναι αρκετά καθαρές και δεν θα αντιμετωπίσετε κανένα πρόβλημα με εξαίρεση μία – δύο περιπτώσεις όπου οι φωνές που ακούτε έχουν (για σεναριακούς λόγους) παραμορφωθεί από ειδικά φίλτρα. Ειδικά μία από αυτές, στο φινάλε, είναι τόσο παραμορφωμένη που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι λέει και προσπαθείς να αντιληφθείς τι συμβαίνει από τα συμφραζόμενα.
Αυτό είναι το παιχνίδι μέσες άκρες. Είμαι σίγουρος ότι σχεδόν όλοι σας αναρωτιέστε αν αξίζει να το αγοράσετε και αν έχει κάποιο στοιχείο το οποίο να το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα παιχνίδια τέτοιου τύπου. Ομολογώ πως και εγώ είμαι αρκετά προβληματισμένος σχετικά με αυτό και προσπαθώ να αναλογιστώ πως θα ήταν αυτό το παιχνίδι αν στην δημιουργία του δεν εμπλεκόταν τόσο – μα τόσο – σημαντικοί συντελεστές. Η πρώτη μου σκέψη είναι πως οι Jones και Conners ίσως χαράμισαν λίγο το ταλέντο τους φτιάχνοντας ένα ημι – casual hidden objects παιχνίδι το οποίο δεν έχει κατά την γνώμη μου εκείνο το ‘μυστικό’ συστατικό το οποίο θα του επέτρεπε να απογειωθεί. Είναι σαν να ζητάς από έναν πολύ μεγάλο συγγραφέα (όπως τον Stephen King) να σου συγγράψει έναν…διαφημιστικό κατάλογο ή κάτι παρόμοιο! Είναι ίσως λίγο ακραίο το παράδειγμα αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Αυτό που επίσης με ενόχλησε λίγο είναι ότι από το ‘3CtM’ λάμπει δια της απουσίας του εκείνο το εκπληκτικά κυνικά χιούμορ που υπήρχε σε όλα τους τα παιχνίδια. Εντάξει, δεν περιμένω να γελάσω παίζοντας ένα παιχνίδι μυστηρίου αλλά και τα Tex Murphy ήταν περίπου της ίδιας φιλοσοφίας αλλά πάντα διέθεταν αιχμηρά και απίστευτα έξυπνα σχόλια και καταστάσεις.
Συνολικά, το ‘3CtM’ μου άρεσε και πέρασα ευχάριστα τις ώρες μου μαζί του. Με κούρασε βέβαια σε κάποια σημεία με το συνεχές κυνήγι σύνθετων λέξεων αλλά αυτή είναι η φύση και ο πυρήνας του. Στα συν του είναι και η αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία του που είναι καλυπτόμενη από μία ομίχλη παραδόξων και – προσωρινά – ανεξήγητων περιστατικών ενώ και τα puzzles που περιέχει είχαν την γοητεία τους. Η βαθμολογία που του δίνω ίσως σας φανεί λίγο μεγάλη αλλά δεν το βαθμολογώ με βάση την κλίμακα ενός ‘κανονικού’ adventure αλλά με την κλίμακα ενός περίπου casual game που σκοπό έχει να μας κάνει να περάσουμε ευχάριστα κάποια ώρα και τίποτα παραπάνω.