Broken Sword: The Shadow of the Templars
- Κυκλοφορία: 1996
- Ανάπτυξη: Revolution Software
- Πλατφόρμα: PC
Πρέπει να παραδεχτώ πως την πρώτη φορά που έπεσε στα χέρια μου το Broken Sword δεν με είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα, εξαιτίας κυρίως των υπερβολικά μεγάλων διαλόγων του, και έτσι το παράτησα προκειμένου να ασχοληθώ μαζί του στο προσεχές μέλλον. Αρκετό καιρό μετά, και ενδιαμέσου μιας έντονης περιόδου adventure-ικής ξηρασίας και έντονης ενδοσκόπησης αποφάσισα να το ξαναπιάσω στα χέρια μου, χωρίς όμως και ιδιαίτερη όρεξη. Περίμενα πως θα το παρατούσα πάλι σύντομα. Τελικά όμως αποδείχθηκε ότι είχα κάνει λάθος.
Το παιχνίδι ξεκινά σχεδόν ειδυλλιακά. Είσαι ο George Stobbart, ένας Αμερικανός τουρίστας που βρίσκεται στο Παρίσι για διακοπές. Εκεί λοιπόν που απολαμβάνεις αμέριμνος τον καφέ σου σε ένα κλασσικό bistro στα σοκάκια του Παρισιού, ξαφνικά μια τρομερή έκρηξη διαλύει το εσωτερικό του καφέ. Συγκλονισμένος και προσπαθώντας να καλυφθείς για να σώσεις την ζωή σου αντιλαμβάνεσαι έναν κλόουν να φεύγει γρήγορα από το σημείο της έκρηξης. Άμεσα επηρεασμένος από το γεγονός αποφασίζεις να διερευνήσεις το μυστήριο. Ερευνώντας την υπόθεση, μαζί με την βοήθεια μιας φωτογράφου που γνώρισες τυχαία στο σημείο της έκρηξης, της Nicole Collard, αντιλαμβάνεσαι πως έχεις εμπλακεί σε μία ιστορία οι ρίζες της οποίες ξεκινούν από τον 10 αιώνα π.Χ και έχουν να κάνουν με τους Ναΐτες Ιππότες και την σκοτεινή τους ιστορία. Το παιχνίδι δεν αφορά όμως το παρελθόν αλλά και το παρόν. Μία σειρά ανθρώπων δολοφονούνται με πολύ παράξενο αλλά και φριχτό τρόπο. Πρέπει λοιπόν όχι μόνο να ανακαλύψεις τι συμβαίνει αλλά και να εμποδίζεις μία ιδιαίτερα επικίνδυνη ομάδα από το να εκπληρώσει τους ανίερους σκοπούς της, Το σενάριο του Broken Sword 1 είναι αρκετά ενδιαφέρον - αρκεί να αναλογιστείτε βέβαια πως εκείνη την εποχή (1996) η ενασχόληση διαφόρων μέσων (λογοτεχνία, παιχνίδια, ταινίες) με τους Ναΐτες Ιππότες δεν ήταν τόσο εξαντλητικά κουραστική όσο σήμερα. Οπότε δικαιολογήστε με όταν γράφω πως τότε το συγκεκριμένο θέμα ήταν σχετικά πρωτότυπο. Τώρα βέβαια έχουν γραφτεί τόσα μυθιστορήματα αλλά και τόσα παιχνίδια για τους Templars που ξέρουμε (ή νομίζουμε πως ξέρουμε γιατί η ιστορία τους είναι αρκετά σκοτεινή και ασαφής ακόμα και σήμερα) περισσότερα γι αυτούς και από την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος.
Οπτικά το παιχνίδι χωρίς να καταφέρνει να εντυπωσιάζει προσφέρει στον χρήστη όμορφα και καλοσχεδιασμένα hand-made γραφικά που καταφέρνουν να σε κερδίσουν αμέσως με την αμεσότητα και με τους απαλούς χρωματισμούς τους. Επιπλέον, κάποιες στιγμές υπάρχουν αρκετά κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των χαρακτήρων που είναι επίσης όμορφα και καλαίσθητα. Η μουσική ντύνει με υπέροχο τρόπο το παιχνίδι και αναδύει την ένταση και την αγωνία εκεί που χρειάζεται. To speech είναι επαγγελματικά δουλεμένο, αν και με ενόχλησε κάπως το γεγονός ότι αποδίδει στερεοτυπικά τους εθνικούς χαρακτήρες των προσώπων. Δηλαδή ο Stobbart έχει την κλασσική γιάνκικη προφορά ενώ οι Γάλλοι μιλάνε λες και έχουν καταπιεί κάποιο linguaphone εκμάθησης της γαλλικής γλώσσας.
Για τον χειρισμό του παιχνιδιού δεν νομίζω ότι αξίζει και υπεισέλθουμε και σε τρομερές λεπτομέρειες μιας και αποτελεί μια κλασσική απόδοση του point & click που τόσο πολύ πολεμήθηκε στην συνέχεια από τους ίδιους δημιουργούς του παιχνιδιού. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στους διάλογους του παιχνιδιού, οι οποίοι είναι κυριολεκτικά ατελείωτοι. Πραγματικά, πολλές φορές θα νιώσετε σαν να παίζετε μία adventure σαπουνόπερα με την άκρατη λογοδιάρροια που κυριαρχεί. Λες “Καλημέρα” σε κάποιον χαρακτήρα και αυτός σου εξιστορεί αναλυτικά τους πέντε τελευταίους μήνες της ζωής του. Ένα άλλο στοιχείο, θετικό αυτή τη φορά, είναι η διάρκεια του παιχνιδιού, η οποία και είναι χορταστικά μεγάλη - τόσο μεγάλη που απο ένα σημείο και μετά θα νομίσετε ότι το παιχνίδι δεν θα τελειώσει ποτέ. Οι μετακινήσεις σου δεν περιορίζονται μόνο στον γεωγραφικό χώρο του Παρισιού αλλά ταξιδεύεις και σε άλλα μέρη του κόσμου (φαίνεται ότι ο κύριος Stobbart πέρα από πολυμήχανος είναι και ζάπλουτος, αφού μπορεί να πετάγεται συνεχώς από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο και μάλιστα αυθημερόν). Αυτό έχει σαν συνέπεια, η πλοκή του παιχνιδιού να μην μένει ποτέ στάσιμη και να εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα στοιχεία που της δίνουν μια έντονη ποικιλία και διάρκεια.
Η πραγματική όμως δύναμη του Shadow of the Templars είναι σίγουρα η κινηματογραφική αίσθηση που υπερκαλύπτει τον τίτλο, σχεδόν σε κάθε σημείο του. Σε αυτό συμβάλει και η σωστή χρήση του μουσικού θέματος που φροντίζει να αυξάνει την ένταση και την αγωνία, όπου αυτό χρειάζεται. Από την αρχή σχεδόν θα ενσωματωθείτε στην γοητεία του παιχνιδιού η οποία καταφέρνει – σχεδόν αριστοτεχνικά – να κλιμακώνει σταδιακά την έντονα σκοτεινή της πλοκή και το απαραίτητο πέπλο εσωτερικής δύναμης που απορρέει από αυτήν. Όσο εξελίσσεται το σενάριο και πυκνώνει το μυστήριο, και καθώς θα βρίσκεστε συνεχώς αντιμέτωποι με νέες επικίνδυνες καταστάσεις, θα αντιληφθείτε ότι δεν μπορείτε να ξεφύγετε από τον κόσμο του παιχνιδιού χωρίς πρώτα να το ολοκληρώσετε. Το σενάριο του παιχνιδιού είναι τόσο καλά γραμμένο που πάντα θα θέλετε να παίξετε λίγο ακόμα για να δείτε τι θα γίνει στην συνέχεια.
Οι γρίφοι του έχουν να κάνουν με την ορθή χρήση αντικειμένων από το inventory και, με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις ενώ σίγουρα δεν θα σας δυσκολέψουν καθόλου αλλά κυμαίνονται σε μέτριας δυσκολίας επίπεδα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι και εύκολοι αλλά πως δεν θα πρέπει να κάνετε τρελά άλματα λογικής προκειμένουν να φτάσετε στην επίλυση τους. Ο σχεδιασμός τους δεν είναι σε καμία περίπτωση παράλογος και έτσι δεν θα χρειαστεί ποτέ να “κατηγορήσετε” τους δημιουργούς για ανορθολογισμό, κατηγορία την οποία λίγοι έχουν καταφέρει να αποφύγουν. Φυσικά εξαίρεση αποτελεί ο ιδιαίτερα ενοχλητικός, για μένα, γρίφος με την κατσίκα, η θύμηση του οποίου ακόμα και σήμερα καταφέρνει να με εκνευρίσει. Εντάξει όμως, ένα τόσο μικρό παράπτωμα συγχωρείται.
Συνολικά έχουμε έναν τίτλο που καταφέρνει να ξεχωρίσει με την ευθύτητα και την εσωτερική του δύναμη και που στην εποχή του δημιούργησε ελπίδες για ομαλή αξιοποίηση των χαρακτήρων και του concept σε ευδόκιμες συνέχειες. Κρίμα που σειρά χτυπήθηκε κατόπιν από το 'Matrix Syndrome' (όρος που δημιουργήθηκε από την γνωστή τριλογία) και σημαίνει ότι κάθε sequel είναι κατά πολύ χειρότερο από το αμέσως προηγούμενο. Αν το δούμε όμως καθαρά σαν stand alone παραγωγή, τότε δεν έχουμε παρά να ευχαριστήσουμε τον κύριο Cecil και την ομάδα του για το πνευματικό τους παιδί, μιας και αυτό μας χάρισε αρκετές ώρες ευχάριστης απασχόλησης. Ευτυχώς δηλαδή που αποφάσισα να ασχοληθώ και πάλι μαζί του και να μην το ρίξω στο χρονοντούλαπο της (adventurικής) ιστορίας.