Tales of Monkey Island Ch.1: Launch of the Screaming Narwhal
- Κυκλοφορία: 2009
- Ανάπτυξη: Telltale Games
- Πλατφόρμα: PC
Πριν γράψω τη γνώμη μου για το ToMI: Launch of the Screaming Narwhal, θεωρώ σχεδόν απαραίτητο να σας πω τι σημαίνει για μένα η εποποιία Monkey Island. Με λίγα λόγια, σημαίνει πολλά! Από το 1991 που πρωτογνωρίστηκα με τον Guybrush μέχρι και σήμερα, πάντα θεωρούσα την συγκεκριμένη σειρά της LucasArts (τότε Lucasfilm) ως ακρογωνιαίο λίθο του είδους. Kάθε παιχνίδι της ήταν κάτι το εντελώς ξεχωριστό και θαυμαστό – τουλάχιστον για μένα.
Το Secret of Monkey Island με την λίγο αφελή δυναμική του αλλά και με το τεράστιο ειδικό βάρος του, κατάφερε να δώσει μια νέα πνοή στα adventure games ενώ το Monkey Island 2: LeChucks Revenge απλά είναι ένα από τα πληρέστερα adventures που κυκλοφόρησαν ποτέ. Το Curse of Monkey Island, αν και δεν ήταν παιδί του Ron Gilbert, κατάφερε να αποδώσει τα αναμενόμενα λόγω της εκπληκτικής γραφικής αισθητικής του, της εξαιρετικής δομής, δράσης αλλά και των γρίφων του. Τέλος, το Escape from Monkey Island ίσως μας τα χάλασε λίγο αλλά ευτυχώς όχι πολύ. Συγκρινόμενο με τα υπόλοιπα της σειράς είναι σίγουρα το πιο αδύναμο αλλά σαν adventure παιχνίδι αποτελεί σημαντικά υπολογίσιμο μέγεθος και σίγουρα βάζει κάτω πολλές από τις σύγχρονες παραγωγές. Το μοναδικό μελανό σημείο του κατά τη γνώμη μου είναι ο τρόπος που παρουσιαζόταν μέσα σε αυτό ο πάντα συμπαθής και αγαπημένος Guybrush, που πια είχε μεταβληθεί σε χαζιοβολάκο ενώ ήταν πια σχεδόν ολοκληρωτικά εξαρτώμενος από τα φουστάνια της Elaine.
Συνυπολογίζοντας όλες αυτές τις παραμέτρους δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείτε τον σκεπτικισμό μου όταν η TellTale ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να αναβιώσει την σειρά και μάλιστα με την μορφή επεισοδίων. Όχι ότι δεν εκτιμώ την συγκεκριμένη εταιρεία αλλά οι μέχρι τώρα παραγωγές της παραήταν ανάλαφρες για τα γούστα και τις προτιμήσεις μου και δεν πίστευα ότι θα κατάφερνε να σηκώσει στις πλάτες της το τεράστιο βάρος του Guybrush και των περιπετειών του. Ευτυχώς τελικά μάλλον έκανα λάθος! Η TellTale, λοιπόν, σε συνεργασία με κάποια παλιά στελέχη της LucasArts (και με την διακριτική συνεισφορά του τρισμέγιστου Ron Gilbert) πέτυχε να δημιουργήσει ένα adventure που όχι μόνο ξεφεύγει από την βατότητα και την λογική των προηγούμενων παιχνιδιών της αλλά καταφέρνει τόσο να μας διασκεδάσει όσο και να μας χαροποιήσει με την ‘ιστορική’ του ακρίβεια.
Το σενάριο του παιχνιδιού, τουλάχιστον στην αρχή, μοιάζει με μια από τα ίδια, όσον αφορά τη φιλολογία του Monkey Island δηλαδή. Δεν θέλω να επεκταθώ τόσο στα του σεναρίου καθώς δε νομίζω ότι στην παρούσα φάση χρειάζεται. Θα αρκεστώ όμως να πω πως στο τέλος του επεισοδίου θα συμβεί μια αρκετά ενδιαφέρουσα ανατροπή και αν επιβεβαιωθεί αυτό που πιστεύω τότε το σενάριο θα πάρει μία εντελώς διαφορετική τροπή και εξέλιξη από τα άλλα παιχνίδια της σειράς. Πάντως, ένα μειονέκτημά του ίσως είναι, ειδικά για όσους δεν είχαν στο παρελθόν καμία επαφή με τη σειρά, ότι σε βάζει στην ιστορία λίγο απότομα. Οι παλαιότεροι, όμως, σίγουρα θα βρουν απολαυστικές ομοιότητες με τον τρόπο που ξεκινάει το CMI.
Το Flotsam Island, όπου διαδραματίζεται σχεδόν εξολοκλήρου το πρώτο επεισόδιο, δεν βρίθει και τόσο από ζωή, οι τοποθεσίες του μάλιστα δεν είναι και πάρα πολλές ενώ και οι χαρακτήρες με τους οποίους θα αλληλεπιδράσετε μετρούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οι εν λόγω χαρακτήρες είναι τυπικοί για ‘Monkey Island’. Με άλλα λόγια φέρονται από την αρχή αρκετά προσβλητικά απέναντι στον Guybrush και τον αντιμετωπίζουν στην καλύτερη περίπτωση ως χαχόλο και στην χειρότερη ως απόβρασμα. Έχει πλάκα πάντως μετά από τόσα χρόνια να βλέπεις αστείες παραλλαγές του επιθέτου του αγαπημένου μας πειρατή. Όλοι οι χαρακτήρες είναι αρκετά αξιόλογοι αν και μερικοί δεν ξεφεύγουν εντελώς από το στερεότυπο της καρικατούρας, όπως ο γαλλοθρεμένος “γιατρός” για παράδειγμα. Εντάξει, η έντονη προφορά του έχει πλάκα αλλά την έχουμε ακούσει πάρα πολλές φορές και σε διάφορα μέσα για να μας κάνει να γελάμε ακόμα.
Η ουσία και η καρδιά του παιχνιδιού πάντως δεν υπάρχει περίπτωση να σας απογοητεύσουν καθώς τόσο η ατμόσφαιρα όσο και οι γρίφοι του κινούνται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Σχεδόν καμία σχέση δηλαδή με τους “υγιεινούς περιπάτους” που συναντούσαμε μέχρι τώρα στα adventures της TellTale. Μοναδικό μου παράπονο είναι πως ο κεντρικός γρίφος του παιχνιδιού σε κάποιο σημείο επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσιος. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί επέλεξαν να κάνουν κάτι τέτοιο… Σίγουρα οι ιδέες δεν τους έλειψαν. Πάντως, όλοι οι γρίφοι του παιχνιδιού μου φάνηκαν αρκετά ενδιαφέροντες, ενώ είναι και άρρηκτα δεμένοι με την σεναριακή εξέλιξη και δομή – πράγμα που φυσικά σημαίνει πως σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να χρησιμοποιήσετε αρκετά την φαντασία σας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πάντα να θέλω να παίξω λίγο ακόμα για να δω τι θα γίνει μετά, ενώ σε κανένα σημείο δεν βαρέθηκα. Υπάρχουν πολλές – και έξυπνες – αναφορές στα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, με κορυφαία όλων κατά τη γνώμη μου, την αναφορά στην μυστήρια φοβία του Guybrush για την πορσελάνη. Στην TellTale φαίνεται ότι διάβασαν καλά το μάθημα τους.
Ο χειρισμός του παιχνιδιού σίγουρα δεν θα σας δημιουργήσει κανένα πρόβλημα, αν και υπάρχουν ένα-δυο πράγματα που δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε. Μία τέτοια περίπτωση είναι ο σχεδιασμός της λειτουργίας με την οποία συνδυάζετε αντικείμενα μέσα στο inventory, η οποία όχι μόνο δεν διευκολύνει τον χρήστη, αλλά καταλήγει να τον αναγκάζει να κάνει άσκοπες επιπλέον κινήσεις χωρίς να υπάρχει λόγος. Θα ήταν πολύ καλύτερα αν απλά χρησιμοποιούσες το ένα αντικείμενο επάνω στο άλλο, αλλά βέβαια σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να ηχογραφήσουν και επιπλέον διαλόγους, του στυλ “αυτό δεν γίνεται” κλπ. Ενοχλητικό επίσης είναι το γεγονός ότι στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχουν ελάχιστα hotspots, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα πολλά σημεία επαφής του χρήστη με τον χώρο που υπήρχαν στα άλλα παιχνίδια της σειράς.
Οπτικά το παιχνίδι με δίχασε. Από τη μία έχουμε τα εκπληκτικά χρώματα να κυριαρχούν και από την άλλη έχουμε την χρησιμοποίηση μιας 3D μηχανής η οποία θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως “generic”, αφού σε καμία περίπτωση δεν διαθέτει εκείνη την τεχνοτροπία η οποία θα το έκανε να ξεχωρίσει. Η μουσική αποτελείται από γνώριμα και πειρατικά μουσικά μοτίβα ενώ το speech κινείται σε σχεδόν κορυφαία επίπεδα. Ο Dominic Armanto που ενσαρκώνει τον Guybrush είναι απλά εκπληκτικός και στην συνείδηση μου πια είναι η ‘επίσημη’ φωνή του αγαπημένου αυτού χαρακτήρα. Πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ πια άλλη φωνή για τον Guybrush, καθώς ο Dominic καταφέρνει να αποτυπώνει τέλεια την κάθε πλευρά του ήρωά μας. Μοναδική παραφωνία όσον αφορά της ομιλίες είναι η προφορά της Elaine, η οποία είναι τόσο έντονα βρετανική που πραγματικά μοιάζει σχεδόν εκτός τόπου και χρόνου.
Ολοκληρώνοντας, ειδικά προς το τέλος του παιχνιδιού συνάντησα αρκετά bugs, τα οποία σίγουρα δεν έχω ξαναδεί σε τίτλο της TellTale. Δεν είχα σκοπό να τα αναφέρω καθώς στην αρχή νόμιζα ότι απλά κατάφεραν να περάσουν στην δημοσιογραφική έκδοση και πως στην final version θα τα είχαν αφαίρεσει, αλλά προς σχετική μου έκπληξη άκουσα να τα αναφέρουν και αρκετοί άλλοι χρήστες. Αυτά που εγώ αντιμετώπισα αφορούσαν κυρίως στο ότι σε αρκετές οθόνες ο Guybrush εξαφανιζόταν τελείως ή ότι σε κάποια σημεία το περπάτημα του θύμιζε περισσότερο αιώρηση πνεύματος παρά άνθρωπο. Δεν είναι δα και κάτι τρομερό, απλά τα αναφέρω γιατί πιστεύω ότι σίγουρα χτυπάνε άσχημα, ειδικά σε τέτοιου επιπέδου παραγωγή.
Το “Launch of the Screaming Narwhal” πραγματικά με ικανοποίησε, με το μοναδικό του μειονέκτημα να είναι ότι είναι… επεισόδιο, στην λογική των οποίων είμαι εντελώς αντίθετος. Θέλω να παίζω ολοκληρωμένα παιχνίδια και όχι να περιμένω πέντε μήνες για να βιώσω όλη την ιστορία. Βέβαια, το κάθε επεισόδιο αποτελεί και ξεχωριστό chapter, στην λογική όλων των προηγουμένων παιχνιδιών της σειράς. Έτσι, αν το παιχνίδι έχει ενιαία ιστορία όπως φημολογείται, τότε όταν το πάρουμε στα χέρια μας ολοκληρωμένο ίσως δίνει την ψευδαίσθηση ότι επρόκειτο για full game. Αλλά και πάλι, θα προτιμούσα να κυκλοφορούσε αργότερα και να ήταν ολοκληρωμένο παρά να μας δίνουν ένα απόσπασμα κάθε μήνα.