Tales of Monkey Island Ch.2: The Siege of Spinner Cay
- Κυκλοφορία: 2009
- Ανάπτυξη: Telltale Games
- Πλατφόρμα: PC
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των downloadable επεισοδίων, σε ότι αφορά τα computer games φυσικά, είναι ότι τελικά δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το τι θα σου επιφυλάξει η συνέχεια – πάντα σε σχέση με την συνολική ποιότητα του αναμενόμενου τίτλου. Αυτό δυστυχώς ισχύει και για το δεύτερο επεισόδιο της σειράς Tales of Monkey Island, με υπότιτλο “The Siege of Spinner Cay”, από το οποίο περίμενα πολλά περισσότερα σε σχέση με αυτά που τελικά μου δόθηκαν.
Aς πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Στο SoSC το σενάριο συνεχίζεται φυσικά από εκεί που το αφήσαμε, όπου ο Guybrush εκεί που έχει εντοπίσει επιτέλους την Elaine και τον LeChuck, δέχεται επίθεση από μία άγνωστη γυναίκα η οποία τον απειλεί με το σπαθί της. Η γυναίκα αυτή δεν είναι άλλη από την κυνηγό επικηρυγμένων, για την οποία αν θυμάστε είχαμε διαβάσει σε ένα φυλλάδιο στο πρώτο επεισόδιο. Ακολουθεί μία έντονη μονομαχία – πρόλογος της ιστορίας (στην οποία όμως έχουμε τον έλεγχο του ήρωα) από την οποία ο Guybrush καταφέρνει να βγει νικητής.
Έτσι λοιπόν κατευθύνεται στα Jerkbait Islands με τον διττό στόχο, από την μία να σώσει την Elaine από τα νύχια του δαιμονικού (;) LeChuck και από την άλλη να απαλλαγεί από την κατάρα – αρρώστια την οποία ο τελευταίος του έχει μεταφέρει. Φτάνοντας όμως εκεί διαπιστώνει με έκπληξη πως όχι μόνο ο LeChuck έχει γίνει άνθρωπος (από zombie που ήταν) αλλά επίσης ότι τώρα πια διακατέχεται από τα ευγενικότερα αισθήματα! Επιπροσθέτως, μεταβάλλεται σε πολύτιμο σύμμαχό σας στην προσπάθεια που κάνετε εσείς και η Elaine, να βοηθήσετε τους ντόπιους κατοίκους του νησιού να ξεφορτωθούν έναν επικίνδυνο και μολυσμένο με την αρρώστια πειρατή, ο οποίος επιθυμεί να αποκτήσει τα τρία διαβόητα κειμήλια των MerFolk. Τα εν λόγω αντικείμενα, όπως εύκολα θα καταλάβετε, διαθέτουν τρομακτικές δυνάμεις και μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην επίκληση των ιερών θαλάσσιων τεράτων που θα βοηθήσουν τον κάτοχό τους να εντοπίσει τον μυθικό La Esponja Grande, που θα του επιτρέψει να θέσει τέλος στην κατάρα.
Tο μεγαλύτερο μέρος του gameplay του SoSC εξαντλείται στο να εντοπίσετε τα τρία αυτά κειμήλια, φυσικά πριν από τον πειρατή και “κακό” του επεισοδίου McGillicutty. Μόλις το επιτύχετε αυτό, το παιχνίδι ουσιαστικά τελειώνει, όχι κυριολεκτικά βέβαια, αλλά δεν θα αργήσετε και πολύ να δείτε τους τίτλους τέλους από εκεί και έπειτα. Όπως εύκολα μπορείτε να καταλάβετε λοιπόν, το μέγεθος του συγκεκριμένου επεισοδίου είναι αρκετά μικρότερο από αυτό του προκατόχου του, ενώ και τα επιμέρους στοιχεία που το απαρτίζουν δεν προσφέρουν ιδιαίτερη ποικιλία και περιπλάνηση. Το τελευταίο συμβαίνει διότι οι χώροι που κινείστε είναι πολύ λίγοι σε αριθμό αλλά και μικροί σε μέγεθος – για παράδειγμα τα Jerkbait Islands αποτελούνται από έναν και μόνο χώρο δράσης! Βέβαια, αυτή την φορά ταξιδεύετε και στις γύρω βραχονησίδες, οι οποίες είναι εξίσου περιορισμένες σε έκταση Προσωπικά, η συγκεκριμένη στενότητα ζωτικού χώρου μου προκάλεσε μια κάποια “ασφυξία”, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που έπιασα τον εαυτό μου να υποφέρει από άτυπα κλειστοφοβικά συμπτώματα. Υπερβάλλω φυσικά (λίγο) αλλά καταλαβαίνετε περίπου που θέλω να καταλήξω.
Ουσιαστικά το παιχνίδι δεν βρίθει από γρίφους, ενώ όπου τους εντοπίσετε δεν θα δυσκολευτείτε και ιδιαίτερα να τους λύσετε. Γεγονός πάντως είναι ότι οι καταστάσεις που θα κληθείτε να επιλύσετε είναι σχετικά λογικές, μέσα στον εν γένει παραλογισμό ενός Monkey Island βέβαια, ενώ μια δυο καλές ιδέες δεν λείπουν. Προσωπικά, θεώρησα απολαυστικότατο το σημείο στο οποίο ο Guybrush καθοδηγεί τον LeChuck, ως άλλος παίκτης, να λύσει μόνος του έναν γρίφο χρησιμοποιώντας γνωστότατα ρήματα όπως look, use κλπ. Πραγματικά ως ιδέα είναι πανέξυπνη, ενώ τέτοια υλοποίηση είναι σίγουρο ότι δεν είχαμε ξαναδεί σε adventure παιχνίδι.
Στα πλην του παιχνιδιού είναι ότι υπάρχει ένας υπολανθάνων λαβύρινθος στην ζούγκλα σε ένα από τα μικρά νησάκια στα οποία κινείστε, την χρησιμότητα του οποίου πραγματικά δεν μπόρεσα να κατανοήσω. Μην φανταστείτε ότι είναι και τίποτα το τρομερά ενοχλητικό, αδυνατώ όμως να καταλάβω γιατί επέλεξαν να ταλαιπωρούν τον παίκτη βάζοντας τον να ψάχνει τον δρόμο του κάθε φορά που θέλει να επισκεφτεί ένα σημείο ενδιαφέροντος στην εν λόγω ζούγκλα. Μην με παρεξηγήσετε, οι γρίφοι και γενικά το gameplay του δεύτερου αυτού επεισοδίου μου άρεσαν αρκετά, απλά η συνολική εντύπωση είναι ότι ενώ υπάρχουν αρκετά καλές ιδέες, αυτές δεν υλοποιηθήκαν με τον ενδεδειγμένο τρόπο, με συνέπεια το τελικό αποτέλεσμα να είναι λίγο άνισο. Δηλαδή είναι σαν να είχαμε τα σωστά υλικά αλλά να μην πέτυχε η συνταγή.
Ένα άλλο στοιχείο που μου προκάλεσε μια σχετικά αλγεινή εντύπωση είναι ότι τα νέα πρόσωπα που κάνουν το ντεμπούτο τους σε αυτό το επεισόδιο δεν κατάφεραν να με κερδίσουν, ενώ γεγονός είναι ότι τα βρήκα λίγο κουραστικά και επαναλαμβανόμενα. Ειδικά αυτοί οι δύο πειρατές – τσιράκια του McGillicutty συγκεντρώνουν όλα εκείνα τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που θα περίμενε κανείς από αυτούς και μάλιστα στον υπέρτατο βαθμό. Ο μοναδικός “νέος” χαρακτήρας που μου άφησε θετικές εντυπώσεις είναι ο “αναγεννημένος” LeChuck – αν και πιστεύω πως τελικά δεν είναι αυτό που φαίνεται και πως σίγουρα κρύβει αρκετούς άσσους στο μανίκι του. Lechuck χωρίς υποκρισία και ραδιουργίες είναι κάτι σχεδόν οξύμωρο. Επιπλέον, δεν μπορώ να αντιληφθώ την τακτική της εταιρείας που απ’ ότι φαίνεται έχει σκοπό να εισάγει νέους χαρακτήρες σε κάθε επεισόδιο. Αυτό διότι θεωρώ πως σαφώς ελλοχεύει ο κίνδυνος της επανάληψης αλλά και της αναπόφευκτης χρησιμοποίησης γλαφυρών, και καθόλου προτύπων, στερεοτυπικών χαρακτήρων. Αλλά όπως έχω πει και παλαιοτέρα, αυτή είναι μία από τις πολλές παγίδες του episodic gaming.
Όσον αφορά τις τεχνικές πτυχές του τίτλου, δεν έχω να προσθέσω κάτι καινούριο, αφού ουσιαστικά όλα είναι σχεδόν πανομοιότυπα με το πρώτο επεισόδιο, με μοναδική σταθερά τα μέτρια και επίπεδα, σε βαθμό πλημμελήματος, γραφικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε πολλά σημεία τα σκηνικά να φαντάζουν σχεδόν χάρτινα, με αποκορύφωμα την παντελώς “άδεια” θάλασσα που φαίνεται λες και έχει μόλις μισό μέτρο βάθος. Επιπροσθέτως, οι όμορφοι χρωματισμοί του “Launch of the Screaming Narwhal” εδώ λάμπουν δια της απουσίας τους, αφού λόγω των περιστάσεων, της υδρόβιας δηλαδή φύσης των MerFolk, έχουν επιλεγεί μονότονοι τόνοι του μπλε και του γαλάζιου. Στις ηχογραφημένες φωνές των χαρακτήρων κυριαρχεί φυσικά η ηγεμονική ερμηνεία του Dominic Armato ως Guybrush, ενώ σε υψηλά επίπεδα είναι και οι φωνές των υπολοίπων. Μοναδικό μελανό σημείο η φωνή της Elaine, η βρετανική προφορά της οποίας είναι τόσο έντονη που πραγματικά δεν συμβαδίζει καθόλου με το πνεύμα και την φύση του χαρακτήρα.
Εν τέλει, το SoSC με απογοήτευσε κατά κάποιο τρόπο, εφόσον το περίμενα ένα σκαλί ανώτερο από το πρώτο επεισόδιο. Η συνολική ποιότητά του όμως είναι τελικά ένα σκαλί πιο κάτω τόσο στο περιεχόμενο όσο και στα τεχνικά χαρακτηριστικά του. Ας ελπίσουμε πως η σειρά στο τρίτο επεισόδιο θα πάρει τα πάνω της γιατί είναι πραγματικά κρίμα το συνολικό παιχνίδι – προϊόν να είναι μία συρραφή από μέτρια έως καλά επεισόδια. Το όνομα “Monkey Island” αξίζει πολύ, μα πολύ, παραπάνω.