Amnesia - A Machine for Pigs
- Κυκλοφορία: 2013
- Ανάπτυξη: Chinese Room
- Πλατφόρμα: PC
Ακόμη και αν δεν θέλεις να κάνεις συγκρίσεις μεταξύ ενός τίτλου και του sequel του, απενοχοποιείσαι όταν το κάνει πριν από εσένα ο δημιουργός του. Βλέπετε, αν επισκεφθείτε τη σελίδα της ChineseRoom για το Amnesia: A Μachine for Pigs, θα διαβάσετε "The sequel to the scariest game ever made". Οι συγκρίσεις μεταξύ των δύο Αμνησιών, λοιπόν, έρχονται (είτε το θέλουμε είτε όχι), πηγαία, ξεδιάντροπα, και αναμενόμενα.
Φυσικά, είναι άδικες τέτοιες συγκρίσεις. Το πρώτο Amnesia μάς ξάφνιασε ευχάριστα, ενώ ταρακούνησε τα νερά. Έκτοτε, όμως, έχουν κυκλοφορήσει πολλά ακόμη survival horror πολλών υποκατηγοριών, από το Slenderman ως το Outlast. Όλοι απορούσαμε αν το sequel θα μπορούσε να επαναλάβει το φαινόμενο, αν θα διατηρούσε τους βασικούς μηχανισμούς και την ταυτότητα, αν θα πειραματιζόταν με άλλα στοιχεία. Εν ολίγοις, το "sequel to the scariest game ever made" είναι προβλεπόμενα παραπλανητικό marketing τρικ, αφού το βάρος και η πίεση της κληρονομιάς ήταν μάλλον πολύ μεγάλη, ειδικά με την εντελώς διαφορετική κατεύθυνση που αποφάσισε να ακολουθήσει η Chinese Room...
Ο χήρος και οι χοίροι
Στο Machine for Pigs, παίζουμε τον Oswald Mandus (ζάμπλουτο επιχειρηματία της κρεατοβιομηχανίας), καθώς ξυπνάει από κάποιο νοσηρό λήθαργο. Αποσυντονισμένος και σαστισμένος, τρεκλίζει μες την επιβλητική, αδειανή βίλα του και γρήγορα συνειδητοποιεί ότι πρώτον, κάτω από το σπίτι υπάρχει μια τεράστια, αλλόκοτη "Μηχανή" και, δεύτερον, ότι οι δύο του γιοί βρίσκονται κάπου εκεί κάτω. Έτσι, ο ανυποψίαστος χήρος ξεκινάει μια αδυσώπητη κατάβαση προς άγνωστα, μυστηριώδη βάθη.
(το "Machine" φτύνει στα μούτρα τον πολιτισμό, τη θρησκεία, την ανθρώπινη ψυχή)
Ιντριγκαδόρικο σίγουρα το βασικό θέμα, αλλά δυστυχώς ο χασάπης "έσφαξε" όλα εκείνα τα ιδιαίτερα συστατικά και τους έξυπνους μηχανισμούς που είχαν κάνει το πρώτο Amnesia να ξεχωρίσει, με αποτέλεσμα το εξαιρετικό σενάριο να μην αντανακλάται επάξια σε ένα εγκεφαλικά προκλητικό παιχνίδι. Στο Machine for Pigs δεν υπάρχει το insanity system, ούτε ο μηχανισμός με τα φώτα και τα "πυρομαχικά" του φωτός που κρατούσαν μακριά τα τέρατα. Εχθροί, μάλιστα, υπάρχουν ελάχιστοι στο χάρτη, κι όσοι υπάρχουν δεν προκαλούν τρόμο, ούτε άγχος -ακόμη κι αν υποκύψετε στα χτυπήματά τους, δεν υπάρχει η παραμικρή τιμωρία. Ξεχάστε τα κυνηγητά, την αγωνία, το μεθοδικό και αργό gameplay.
Οι "γρίφοι" δε, είναι τόσο απλοϊκοί που διστάζεις να τους ονομάσεις γρίφους: σε ένα σημείο βρίσκουμε μια χαλασμένη μηχανή, ενώ ακριβώς μπροστά της, στο έδαφος, βρίσκονται δύο μεγάλα γρανάζια. Ο κέρσορας δείχνει την ικανότητα για interaction όταν περάσουμε από πάνω τους. Η πρώτη μας σκέψη (σε οποιοδήποτε άλλο adventure ή και στο πρώτο Amnesia) θα ήταν ότι θα σηκώσουμε τα δύο γρανάζια, θα γίνει κάποιο κοντινό πλάνο στη μηχανή και εκεί, θα πρέπει να ταιριάξουμε, με λίγο πειραματισμό, τους τροχούς ώστε να ταιριάξουν μεταξύ τους. Στο βασίλειο των γουρουνιών, όμως, δεν υπάρχει ούτε καν ένας τόσος αφελής γρίφος. Κάνουμε κλικ στο γρανάζι, το σέρνουμε επί τόπου στην επιφάνεια της μηχανής και αυτό "κολλάει" αυτόματα μόνο του, επισκευάζοντας έτσι τη χαλασμένη γεννήτρια. Το παραπάνω παράδειγμα σκιαγραφεί με ακρίβεια, δυστυχώς, την προσέγγιση του παιχνιδιού προς τον τομέα των γρίφων.
(το κάρβουνο μπαίνει στον καυστήρα και κάπου στο χάρτη ανοίγει μια πόρτα...)
Μη χοιρότερα!
Αντίστοιχα, το στοιχείο του survival horror είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Δεν θα κουρνιάσετε σε μικροσκοπικές γωνίτσες, δεν θα ξαφνιαστείτε από αλλόκοτα τερατουργήματα, δεν θα μετράτε τα "πυρομαχικά" σας, δεν θα τρέχετε προς μια εστία φωτός με την καρδιά στο στόμα. Το βασικό gameplay συνοψίζεται ως εξής: μπαίνεις στη νέα περιοχή, ψάχνεις να βρεις πού είναι ο σπασμένος διακόπτης/ καμένη φλάντζα/στραβό πορτατίφ, το κάνεις use επί τόπου με ένα κλικ (δεν υπάρχει inventory) και μετά απλώς αναζητάς την έξοδο που άνοιξε, κάπου στον χάρτη. Εξαιρετικά νερωμένο το gameplay, σίγουρα κάνει βήματα προς τα πίσω και θυμίζει ένα απλοποιημένο Penumbra με ψήγματα από παλιό Myst. Στο μεσοδιάστημα ανακαλύπτετε κομμάτια από journals ή προφορικά αρχεία που ξετυλίγουν αργά και σταθερά την ανατριχιαστική ιστορία -δώστε μεγάλη προσοχή καθώς αυτές οι μαρτυρίες προωθούν το σενάριο· αν σας ξεφύγει κάποιο ή αν δεν διαβάσετε ένα κείμενο, δεν θα βγάλετε κανένα νόημα.
Το κείμενο πάντως είναι εξαιρετικό, πλούσιο, σχεδόν ποιητικό -σε σημείο να κλέβει την παράσταση. Όσους πόντους χάνει στα gameplay elements, σε σχέση με τον προκάτοχο, το Machine for Pigs τους κερδίζει στο βασικό θέμα, στα μηνύματα που περνάει μέσω της ιστορίας του. Δεν έχουμε μια απλώς διασκεδαστική horror ιστορία που εξυπηρετεί ως περιτύλιγμα ενός game. Αυτή τη φορά γίνεται το αντίστροφο: το game είναι η δικαιολογία για μια εξουθενωτικά καταθλιπτική σπουδή πάνω στην παρακμή και τη σήψη του πολιτισμού, την ύβρη και την παράνοια του ανθρώπου, την καταστροφή, τη μετάνοια, τον εφιάλτη ενός πατέρα. Με διαφορά, η ιστορία του Pigs είναι ο άσσος στο μανίκι, το σημείο που ξεφεύγει μπροστά στον αγώνα συγκρίσεων με τον προκάτοχο.
(η γουρνοπούλα δεν αγιοποιείται μόνο στην Πελοπόννησο!)
Χορεύοντας με τους Χοίρους
Εξίσου καλοδουλεμένα είναι και τα environments: η σουρεάλ φύση της ιστορίας επιτρέπει τον ψυχεδελικό συνδυασμό ποικιλόμορφων χώρων. Λουσάτα μουσεία και μυστηριώδεις βίλες, στενά σοκάκια του Λονδίνου, υπόγεια περάσματα και κατακόμβες, σάπιες αποθήκες και φριχτά σφαγεία, industrial σκαλωσιές με σκουριασμένα σίδερα, δαιδαλώδη λεβητοστάσια, μιαρές εκκλησίες, μολυσμένοι υπόνομοι και αλλόκοτα εργαστήρια. Εξαιρετικός είναι και ο ήχος -εκπληκτικό editing, μινιμάλ όπου χρειάζεται, με τα απαραίτητα τριξίματα, μακρινούς γδούπους στο σκοτάδι και μερικές στοιχειωμένες μελωδίες για την ατμόσφαιρα. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η διάρκεια είναι μάλλον μικρή: μας πήρε 6 ώρες για να εξερευνήσουμε διεξοδικά κάθε πιθαμή του παιχνιδιού.
Η κεντρική ιδέα του σεναρίου και το setting της μηχανής των γουρουνιών, τα φανταστικά enviroments, ο προσεγμένος ήχος, το δουλεμένο κείμενο, αφήνουν να φανεί κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα εξαιρετικό survival horror. Η πλήρης απουσία αληθινού gameplay, όμως, δεν αφήνει το Machine for Pigs να διαπρέψει και το καταδικάζει σε μια κατάσταση ατμοσφαιρικού demo. Και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί μια τόσο καλογραμμένη ιστορία είναι αμαρτία όταν δεν αξιοποιείται περισσότερο...